- χειροχρήστης
- ὁ, Αεκκλ. διάκονος επιφορτισμένος με την φύλαξη και τη διάθεση διαφόρων αντικειμένων στους φτωχούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + χρήστης* (πρβλ. πυθο-χρήστης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται … Dictionary of Greek